ανατολή

ανατολή
I
Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θανατώθηκε με ξίφος στους διωγμούς του Νέρωνα, μαζί με την αδελφή της Φωτεινή. Η μνήμη της τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου.
II
Ονομασία έξι οικισμών.
1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 200 κάτ.) του νομού Σερ
ρών. Βρίσκεται στα σύνορα με τον νομό Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερκίνης.
2. Κωμόπολη (υψόμ. 490 μ., 5.815 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου.
3. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.200 μ., 236 κάτ.) του νομού Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σπερχειάδος.
4. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ., 46 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελιμείας.
5. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 154 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράπετρας.
6. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 217 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λακερείας.
III
Τίτλος διαφόρων ελληνικών εντύπων.
1. Σμυρναϊκό δεκαπενθήμερο περιοδικό (1880-81). Εκδιδόταν από τον ομώνυμο σύλλογο.
2. Σμυρναϊκό εβδομαδιαίο περιοδικό (1910-11), με εκδότη τον Άγγελο Σημηριώτη.
3. Ημερήσια και αργότερα εβδομαδιαία ελληνική εφημερίδα της Αιγύπτου. Ως ημερήσια εκδιδόταν από την 21η Σεπτεμβρίου 1932 έως την 20ή Απριλίου 1953 και ως εβδομαδιαία έως τις 14 Μαρτίου 1960. Εκδότης της ήταν ο Ζαχαρίας Χαλκιάδης.
4. Περιοδικό των Ελλήνων ρωμαιοκαθολικών. Εκδιδόταν στη Σύρο (1880-97).
* * *
η (AM ἀνατολή)
1. η καθημερινή εμφάνιση του Ήλιου ή της Σελήνης ή των αστέρων στον ορίζοντα
2. ο τόπος, το σημείο του ορίζοντα όπου ανατέλλει ο Ήλιος
3. ο χρόνος, η ώρα της ανατολής
νεοελλ.
«Μεγάλη Ανατολή» η αιρετή αρχή των Τεκτονικών ή Μασονικών Στοών μιας περιοχής
μσν.- νεοελλ.
(ως κύριο όνομα) η Ανατολή
οι χώρες της Ανατολής*
αρχ.
1. στον πληθ. ανατολαί
οι πηγές του ποταμού
2. (για νύχια, δόντια) έκφυση, φύτρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατέλλω.
ΠΑΡ. ανατολικός
νεοελλ.
ανατολίζω, ανατολίτης, ανατολίτικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀνατολῇ — ἀνατολή rising fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολή — rising fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανατολή — η 1. η εμφάνιση ενός αστέρα πάνω από τον ορίζοντα: Ο χρόνος ανατολής ενός αστέρα δεν είναι πάντα ο ίδιος. 2. το σημείο του ορίζοντα στο οποίο εμφανίζεται ο ήλιος σε έναν τόπο (βραχυγραφικά Α). 3. ως κύρ. όνομα, Ανατολή περιληπτική ονομασία για… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ανατολή — Sp Anatòlė Ap Ανατολή/Anatoli L ŠV Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Μέση Ανατολή — Όρος που σχετίζεται περισσότερο με τη διεθνή πολιτική και λιγότερο με τα γεωγραφικά όρια, τα οποία, ωστόσο, εκτείνονται από τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου μέχρι περίπου το Πακιστάν. Βλ. λ. Μεσανατολικό …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ανατολή — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας του νομού Λασιθίου …   Dictionary of Greek

  • ἀνατολῆι — ἀνατολῇ , ἀνατολή rising fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολαῖς — ἀνατολή rising fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολαί — ἀνατολή rising fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολᾶν — ἀνατολή rising fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”